- εκριζώνω
- και ξεριζώνω (AM ἐκριζῶ, -όω)1. αποσπώ κάτι από τη ρίζα, ξεριζώνω2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω («ο ελληνισμός τής Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταρριζώ — μεταρριζῶ, όω (Α) εκριζώνω, ξεριζώνω … Dictionary of Greek